Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου

См. также в других словарях:

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»